- δελεασμός
- δελε-ασμός, ὁ,A catching with a bait, Arist.HA535a7 (pl.); enticement, allurement,
τινός A.D.Pron. 41.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινός A.D.Pron. 41.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελεασμός — catching with a bait masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεασμός — ο (AM δελεασμός) [δελεάζω] η εξαπάτηση, η παγίδευση … Dictionary of Greek
δελεασμός — ο το δελέασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δελεασμοῦ — δελεασμός catching with a bait masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεασμῶν — δελεασμός catching with a bait masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεασμόν — δελεασμός catching with a bait masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελέασμα — το (Α δελέασμα) [δελεάζω] νεοελλ. ο δελεασμός αρχ. το δόλωμα … Dictionary of Greek
δόλωμα — το (AM δόλωμα) κάθε μέσο ή τέχνασμα που έχει σκοπό την εξαπάτηση («δεν έπιασε το δόλωμα») νεοελλ. 1. ο δελεασμός 2. νοθεία 3. (ειδ.) κομμάτι τροφής που στερεώνεται σε παγίδα ή αγκίστρι για να τραβήξει την προσοχή τού θύματος, δέλεαρ αρχ.… … Dictionary of Greek